Το θέατρο θέλει στρατιωτική αφοσίωση, οι πρόβες διαρκούν μήνες, η διαδικασία όμως σε κάνει καλύτερο
Τη συναντήσαμε στο ιστορικό πάρκινγκ Πανελλήνιο, μνημείο μιας άλλης εποχής με αυτοκίνητα-αντίκες. Ερχόμενη στο ραντεβού μας στο Μεταξουργείο, καθόλου ασύνηθες, έμπλεξε στην κίνηση. «Ζούμε σε μια Αθήνα χωρίς άνεση χρόνου λόγω του κυκλοφοριακού. Η ηχορύπανση είναι ένα κεφάλαιο – αναγκάστηκα να αγοράσω ακουστικά, έφτιαξα το δικό μου σύμπαν. Το καυσαέριο μάς επιβαρύνει, το μάτι δεν βλέπει πέρα από το κτίριο που στέκεται απέναντί του. Αν θέλουμε να συνεχίσουμε να ζούμε σε αυτή την πόλη, χρειάζεται να έχουμε λίγο πιο πολύ ουρανό!», σχολιάζει αφιχθείσα.
Τελείωσε τη σχολή του Εθνικού – εκεί η αντίσταση στην τηλεόραση εκτιμάται. Στο σανίδι αγγίζει τις ηρωίδες με συγκλονιστική αριστοτεχνία. Αλλά τόλμησε και τηλεοπτικά, στο «Ναυάγιο». «Κάνω τηλεόραση γιατί μου αρέσει να δοκιμάζω. Το θέατρο θέλει στρατιωτική αφοσίωση, οι πρόβες διαρκούν μήνες, η διαδικασία όμως σε κάνει καλύτερο. Είναι ζωντανό, χαράσσεται ο τόπος και ο χρόνος, η στιγμή και η ιστορία ανάμεσα σε σένα και τον θεατή. Στην τηλεόραση, αν και μεγάλο σχολείο γιατί απαιτεί ταχύτητα, ο θεατής βρίσκεται στο σαλόνι του κι εσύ κάπου στην Παιανία – δεν ακούς την ανάσα του, δεν βλέπεις την αντίδρασή του». Πώς συνυπάρχει με τους ρόλους της; «Κάποιος εκτός χώρου δύσκολα θα καταλάβει πώς προσεγγίζουμε έναν ήρωα. Προσωπικά, ευαισθητοποιούμαι πολύ απέναντι στις ιστορίες που παίζω», επισημαίνει.
«Αν πάρεις όλες τις γυναίκες που έχω ερμηνεύσει, είναι δραματικές προσωπικότητες που κάτι τους λείπει -χωρίς πατρίδα ή βιασμένες, που κάτι έχουν χάσει, κάτι τους στερούν- και η “Ιφιγένεια / Βορά” τώρα είναι όλες αυτές μαζί σε μία. Είναι μία στιγμή πολύ σημαντική γιατί μετά από τόσους αιώνες που γράφτηκε το συγκεκριμένο έργο παρουσιάζεται σε ένα τόσο μεγάλο φεστιβάλ σε μια μοντέρνα εκδοχή. Ο μύθος είναι αρχαίος, όχι το έργο μας. Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου που το σκηνοθετεί είναι μια εξαιρετική νέα γυναίκα γεμάτη έμπνευση. Ολη η ομάδα μας, The Young Quill, είναι σπουδαία πλάσματα».
Η Ελίζα πιστεύει πως τον ηθοποιό δεν τον καθορίζει το επάγγελμα, ούτε ο ορισμός. «Αντικρίζω στο βλέμμα των ανθρώπων μια έκπληξη όταν πω κάτι για τον Καστοριάδη, τον Ραφαηλίδη ή τον Μπουκάλα. Κοντοστέκονται, απορούν πώς έμαθα γι’ αυτούς. Ετυχε λοιπόν να μεγαλώσω σε ένα σπίτι όπου αγαπούσαν την τέχνη και τη γνώση και ενθάρρυναν τις ερωτήσεις – οι γονείς μου μπορούσαν να μου απαντήσουν τα πάντα κι αν δεν γνώριζαν κάτι, το ψάχναμε μαζί. Θέλω να είμαι τέτοιος γονιός. Και στις παραστάσεις όταν χρειάζεται θα μελετήσω. Θα μπορούσα να πω καλά τα λόγια μου και να προσποιηθώ την εντύπωση του ρόλου, όμως ένα βαθύ παίξιμο, που έχει χτιστεί μέσα από έρευνα, κάνει τη διαφορά».
Οι σταθερές φιλίες της είναι σημείο όπου εκτιμάς την ισορροπία του χαρακτήρα της. «Εχω αγαπημένες φίλες που έχουμε μεγαλώσει μαζί. Είναι αφοσιωμένες στις επιστήμες τους -Νομική και Ψυχιατρική-, αλλά θέλω να είμαι ανοιχτή σε άλλους κόσμους, με ενδιαφέρει η δουλειά τους. Η φιλία γενικότερα είναι καθρέφτης και οι καλοί φίλοι σού λένε αλήθειες που πρέπει να ακούς συχνά για να μην αιθεροβατείς». Αγάπη μόνο νιώθει και για την οικογένειά της. «Με τους γονείς μου έβλεπα πολύ θέατρο. Κάθε φορά, στην πρεμιέρα μου, έρχονται με λουλούδια και με μια αγκαλιά μεγάλη για μένα. Θα ήμουν εντελώς άλλη χωρίς τη συναισθηματική τους στήριξη. Είναι σπουδαίοι γονείς.
Η γιαγιά μου η Καίτη δεν παρακολουθούσε τον “Σασμό”, ήθελε όμως να βλέπει εμένα έστω και αν δεν καταλάβαινε την ιστορία γιατί είχε χάσει επεισόδια και η χαρά της αυτή είναι ένα πολύ ισχυρό κίνητρο για να θέλω να κάνω τηλεόραση. Δεν θα μου κάνει σχόλια για την υποκριτική μου, αλλά για την ιστορία, πράγμα που σημαίνει ότι την έπεισα στον ρόλο μου. Και επειδή είναι δίκαιη και αυστηρή κριτής, πάντα μετράει η άποψή της».
Μιλάμε για τη γενιά της που ονειρεύεται μεγάλες ανατροπές, τις σύγχρονες κοινωνίες, το αίτημα για δημοκρατία, δικαιοσύνη και συμπερίληψη, τη δική της θέση και τις επιλογές. «Αντίδοτα στη βία για μένα είναι οι καλλιτέχνες νέοι που προσπαθούν, οι λέσχες βιβλίων, ποίησης, τεχνών και φιλοσοφίας στις οποίες συμμετέχω κι εγώ. Μου αρέσει πολύ το ρεμπέτικο, βρίσκω ότι είναι πάντα επίκαιρο και είναι συγκινητικό να συνεχίζεις κάτι παλιό, να το ανανεώνεις σε σύγχρονο διάλογο. Το αγαπώ σαν να με νανούριζαν με αυτό, ο ήχος του μπουζουκιού με συγκινεί. Ο βαριά σεξιστικός στίχος του, επιβολή της ισχυρής την εποχή που γράφτηκε πατριαρχίας, δεν είναι πια αποδεκτός, αλλά ακόμα κι αν δεν μπορέσεις να δεχτείς τον ποιητή με τις μελανές αδυναμίες του, μπορείς να αγκαλιάσεις το έργο του. Αγαπάω πολύ την Ελλάδα, τα λαϊκά της στοιχεία. Ομως δεν πιστεύω στα σύνορα, στις θρησκευτικές διακρίσεις, στον εθνικισμό».
Δεν κρύβει τις ανησυχίες της για το μέλλον της οικουμένης. «Εχω αγωνία για το παιδί που θα φέρω στον κόσμο, αγνοώ πού θα ζήσει ακριβώς, πόσο μάλλον το εγγόνι μου – αν υπάρξουν εγγόνια στη γενιά μου, αφού ο πλανήτης Γη έτσι όπως τον γνωρίζουμε έχει ημερομηνία λήξης. Υπάρχει η τάση στη γενιά μου να διχάζεται ανάμεσα στην απόλυτη καταστροφολογία και στην υπέρμετρη ελπίδα, ότι εμείς θα αλλάξουμε τον κόσμο, ότι δεν χρειάζεται να διαβάσεις Ιστορία, θα γράψεις τη δική σου. Πως ό,τι έκαναν οι προηγούμενοι έγινε λάθος, ότι εμείς θα χαράξουμε τη δική μας πορεία χωρίς αναφορές. Προσωπικά, επειδή έχω μελετήσει αρκετά Ιστορία και ρωτάω πάντα τους μεγαλύτερους τι έχει συμβεί στο παρελθόν στα κοινωνικοπολιτικά συστήματα, διακρίνω ότι όλα κάνουν κύκλο».
Εχοντας περάσει τρεις ώρες μαζί, αποχαιρετιόμαστε εγκάρδια και δίνουμε ραντεβού στο Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου σε μια νοηματοδοτημένη διαφορετικά κλασική τραγωδία, που διευρύνοντας το βίωμα θα αποτελέσει καταλυτική εμπειρία και μέρος ίσως μιας πολυπόθητης αλλαγής.
Συνέντευξη στην Πηνελόπη Μασούρη
Ελίζα Σκολίδη, Ιφιγένεια / Βορά, Πολιτισμός, Θέατρο, Ειδήσεις