Ενα βράδυ του Ιανουαρίου του 2020, μετά τη συμπλήρωση του πρώτου εξαμήνου του Κυριάκου Μητσοτάκη στη διακυβέρνηση, η εθνική αντιπροσωπεία άλλαζε – με 163 «ναι» – το εκλογικό σύστημα.
Εκτοτε και μέχρι τον Ιούνιο του 2023, δηλαδή προτού καν εφαρμοστεί η ενισχυμένη αναλογική της ΝΔ, ανοιγόκλειναν στο παρασκήνιο συζητήσεις για νέες παρεμβάσεις στον νόμο και εξελίσσονταν ατύπως κουβέντες αναφορικά με τις κυβερνητικές συνεργασίες.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται μετά τις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου, οι οποίες παρότι «δεύτερης» κατηγορίας προκάλεσαν προβλήματα σε όλους. Για άλλη μία φορά το εκλογικό σύστημα συζητείται πίσω από κλειστές πόρτες κυβερνητικών και αντιπολιτευτικών γραφείων περισσότερο και από τον χρόνο των εκλογών.
Και αυτό όχι μόνο γιατί η ευρωκάλπη αντιμετωπιζόταν από όλες τις πλευρές ως κρας τεστ δυνάμεων – που δεν… πέτυχε για κανέναν: για τη ΝΔ σχετικά με την προοπτική (την άνεσή της, ακριβέστερα) να διεκδικήσει εκ νέου την αυτοδυναμία στις επόμενες εκλογές και για τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ σχετικά με την εδραίωση ισχυρότερου ρόλου και δυναμικής καθ’ οδόν προς την εθνική αναμέτρηση.
Είναι επιπλέον το γεγονός ότι, παρά τις διαψεύσεις στη δημόσια σφαίρα, στο κυβερνητικό στρατόπεδο έχουν καταρτισθεί κατά καιρούς σχέδια αλλαγών και έχουν υπάρξει εισηγήσεις προς το πρωθυπουργικό γραφείο για άμεσες διορθώσεις στο όνομα της «πολιτικής σταθερότητας» ενόσω καταγράφονται αναταράξεις στο διεθνές περιβάλλον.
Ο Μητσοτάκης έχει κάθε (πολιτικό) λόγο στην παρούσα φάση – και από τη στιγμή που το κακό γαλάζιο σκορ στον τελευταίο εκλογικό αγώνα έχει οδηγήσει την κυβερνητική παράταξη σε καλοκαιρινή επιχείρηση απεγκλωβισμού της από το αρνητικό κλίμα – να κόβει τη σεναριολογία για τους «κανόνες» του 2027, προτού λάβει διαστάσεις: δεν θέλει αποπροσανατολισμούς (πόσω μάλλον ηττοπάθεια) στο κυβερνών κόμμα και, κυρίως, δεν θέλει να εισπράξει κατηγορίες περί τακτικισμού που θα πλήγωναν το προφίλ «θεσμικής» αξιοπιστίας το οποίο θεωρεί ότι έχει καλλιεργήσει εξαντλώντας την πρώτη τετραετία του και απορρίπτοντας προηγούμενες προτάσεις για τροποποίηση του εκλογικού νόμου.
Κι όμως οι πεσμένοι – θερινοί – πολιτικοί ρυθμοί σε συνδυασμό με την ανησυχία ότι μπορεί η κυβέρνηση να έχει μπει σε τροχιά φθοράς δίχως επιστροφή κρατούν ζωηρές συζητήσεις για πιθανούς εκλογικούς σχεδιασμούς.
Ακόμα και γαλάζια στελέχη εξακολουθούν να εμφανίζονται επιφυλακτικά για την πιθανότητα να υπάρξουν μελλοντικές αποφάσεις, εφόσον προκύψει, όπως λένε, ισχυρό επιχείρημα – διακύβευμα, που δεν θα ανάγκαζε την κυβέρνηση να αντικρούει τα αντιπολιτευτικά πυρά ότι παίζει με τον εκλογικό νόμο, που, σήμερα, θέτει ψηλά τον πήχη της αυτοδυναμίας: περί το 38% αλλά πάντα σε συνάρτηση με το αθροιστικό ποσοστό των κομμάτων που δεν καταφέρνουν να περάσουν το κατώφλι του 3% για την είσοδό τους στη Βουλή.
Συγκεκριμένα, το κλιμακούμενο μπόνους προβλέπει ότι το πρώτο κόμμα που λαμβάνει ποσοστό μεγαλύτερο ή ίσο του 25% των έγκυρων ψηφοδελτίων, παίρνει μπόνους 20 έδρες και για κάθε επιπλέον 0,5% κερδίζει μία ακόμα έδρα.
Για το μέγιστο μπόνους των 50 εδρών απαιτείται ποσοστό 40%.
Τα σχέδια αλλαγών που έχουν μπει στο τραπέζι στο παρελθόν ή μπαίνουν τώρα περιλαμβάνουν τα εξής: εφόσον κατέβαινε το 0,5%, για παράδειγμα στο 0,4%, θα απαιτούταν επίδοση στην περιοχή του 36,5% και όχι στο 40% για το μάξιμουμ μπόνους.
Επίσης εφόσον αποφασιζόταν έξτρα πριμ (για παράδειγμα 10 εδρών, όπως έχει συζητηθεί), κλιμακωτό ή όχι, αυτό να ερχόταν με την προϋπόθεση διευρυμένης ψαλίδας του πρώτου από το δεύτερο κόμμα (8-10 μονάδων).
Στο γαλάζιο στρατόπεδο αναγνωρίζουν ότι οποιαδήποτε τροποποίηση για την ισχυροποίηση της πρώτης δύναμης θα έπεφτε σε αντιπολιτευτικό τοίχο – αποκλείεται, δηλαδή, η επίτευξη των αναγκαίων 200 υπέρ για άμεση ισχύ του νόμου.
Εξού και η σεναριολογία περιλαμβάνει και ένα μέτρο – «μαγνήτη» δεδομένων των διεργασιών στο κεντροαριστερό τοπίο: ό,τι ισχύει για το πρώτο κόμμα να ισχύει χωρίς προϋποθέσεις στην περίπτωση συνασπισμού κομμάτων.
Σχόλια του WBB News
Οι πολιτικοί ρυθμοί στην Ελλάδα παραμένουν ζωηροί μετά τις εκλογές και οι συζητήσεις για αλλαγές στο εκλογικό σύστημα είναι συχνές. Παρά τις ανησυχίες και τις αντιπαραθέσεις, υπάρχει ακόμα αβεβαιότητα σχετικά με το πως θα εξελιχθούν οι πολιτικές δυνάμεις στο μέλλον. Μεταρρυθμίσεις στο εκλογικό νόμο φαίνεται ότι είναι αναμενόμενες, αλλά πόσο γρήγορα και με ποιο τρόπο θα υλοποιηθούν παραμένει αβέβαιο. Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτικοί είναι σε αναζήτηση της επόμενης κίνησης που θα τους δώσει το ανώτατο πλεονέκτημα στις μελλοντικές εκλογές.