Πώς είναι δυνατόν ένα μικρό κράτος -στα γεννοφάσκια του- να είχε συντρίψει τους αντιπάλους του, να έγινε πυρηνική δύναμη και να διαφύλαξε την διεθνή του εικόνα, και να καταντάει, σήμερα, να κινδυνεύει με κατάρρευση όλων των επιτευγμάτων;
Υπενθυμίζεται ότι πολλά χρόνια πριν ιδρυθεί το Ισραήλ, οι σιωνιστές εβραίοι έκαναν το ακατόρθωτο: δημιούργησαν κράτος στη μέση του αραβικού κόσμου, όντας ελάχιστοι πληθυσμιακά. Εκμεταλλευόμενοι ευνοϊκές ευκαιρίες, οικοδόμησαν έναν δεινό στρατό και χτυπώντας πόρτες –ανοιχτές μερικές- Μεγάλων Δυνάμεων, εκτόπισαν τάχιστα τους αντιπάλους Άραβες.
Στη συνέχεια, δημιούργησαν μια «ειδική σχέση» με τις ΗΠΑ, βασισμένοι κυρίως στην αυξανόμενη επιρροή του «ισραηλινού λόμπι». Αντιλαμβανόμενοι ότι είχαν ανάγκη διεθνούς υποστήριξης, υιοθέτησαν έξυπνη διπλωματία και με λίγη εξαπάτηση ανέπτυξαν πυρηνικό οπλοστάσιο, δίχως ο κόσμος να μάθει όλη αυτή τη «βρώμικη» διαδικασία μέχρι τη δεκαετία του 1980.
Αυτά, όμως ανήκουν στην ιστορία, καθώς σήμερα, το Ισραήλ έμπλεξε άσχημα υποστηρίζει ο Στήβεν Γουόλτ, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και ειδικός στο ισραηλινό λόμπι. Στην πραγματικότητα, οι σιωνιστές ιθύνοντες, άθελά τους, απεργάζονται το μεγαλύτερο ίσως πλήγμα που έχει δεχτεί το εβραϊκό έθνος.
Με πολίτες διχασμένους, με έναν πόλεμο που έχει βαλτώσει στη Γάζα, με πιθανή μια σύγκρουση με τους πιο επικίνδυνος αντιπάλους του Ισραήλ Χεζμπολάχ-Ιράν και τη διεθνή κατακραυγή ζωντανή, μόνο οι πιο ψύχραιμοι υπερασπιστές του Σιωνισμού θα μπορούσαν μην έχουν τρομοκρατηθεί, πιστεύει ο Γουόλτ σε αναλυσή του στο Foreign Policy.
Τέσσερις σταθμοί διάβρωσης της στρατηγικής σκέψης του Ισραήλ
Ωστόσο, ο Αμερικανός επιστήμονας συστήνει να μην ρίξουμε όλο το φταίξιμο στον Ισραηλινό Νετανιάχου, -που τον αναζητά το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο- διότι έτσι παραβλέπουμε ένα βαθύτερο πρόβλημα: τη σταδιακή διάβρωση στη στρατηγική σκέψη του Ισραήλ τα τελευταία 50 χρόνια.
«Τα επιτεύγματα κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων δεκαετιών του Ισραήλτης τείνουν να συγκαλύπτουν -ειδικά στους ηλικιωμένους- τον βαθμό στον οποίο οι βασικές στρατηγικές επιλογές του Ισραήλ από το 1967 συνέβαλαν στην υπονόμευση της ασφάλειάς του» λέει χαρακτηριστικά.
Πόλεμος 1967: Το σημείο καμπής που ξεκίνησε η κατρακύλα ήταν η εκπληκτική νίκη του Ισραήλ στον Αραβοϊσραηλινό Πόλεμο του 1967. Η ταχύτητα και το εύρος εκείνου του θριάμβου εξέπληξε πολλούς και βοήθησε να καλλιεργηθεί μια αίσθηση ύβρεως που έχει υπονομεύσει στρατηγικά τη χώρα, λέει ο καθηγητής.
Το κύριο λάθος των Ισραηλινών ήταν η απόφαση να διατηρήσουν, να καταλάβουν και να αποικίσουν σταδιακά τη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, ως μέρος μιας μακροπρόθεσμης προσπάθειας για τη δημιουργία ενός «Μεγάλου Ισραήλ».
Δυστυχώς, επειδή ο τότε πρωθυπουργός Μεναχίμ Μπέγκιν ήταν βαθιά αφοσιωμένος στον στόχο του «Μεγάλου Ισραήλ» και απρόθυμος να τερματίσει την κατοχή, έχασε την ευκαιρία στο Καμπ Ντέιβιντ, το 1977 να λύσει το Παλαιστινιακό ζήτημα μια για πάντα.
Εισβολή στον Λίβανο: Στη συνέχεια το Τελ Αβίβ, πίστεψε ότι θα νικούσε την Παλαιστινιακή Αρχή εάν εισέβαλε και ισοπέδωνε τον Λίβανο, το 1982. Εκείνη η εισβολή όμως οδήγησε στην δημιουργία της Χεζμπολάχ, του πιο επικίνδυνου σήμερα αντιπάλου του Ισραήλ.
Επίσης, η Παλαιστινιακή Αρχή, όχι μόνο δεν σταμάτησε, αλλά εξαπέλυσε την πρώτη Ιντιφάντα το 1987, ενώ τότε δημιουργήθηκε και η Χαμάς.
«Αν και οι διορατικοί Ισραηλινοί αναγνώρισαν ότι το παλαιστινιακό ζήτημα δεν επρόκειτο να εξαφανιστεί, οι διαδοχικές ισραηλινές κυβερνήσεις συνέχισαν να ενεργούν με τρόπους που επιδεινώνουν το πρόβλημα» λέει ο Γουόλτ.
“Γενναιόδωρη” πρόταση Μπαράκ: Ενώ η Παλαιστινιακή αρχή αποδέχτηκε την ύπαρξη του κράτους του Ισραήλστην πρώτη Συμφωνία του Όσλο το 1993, κανένας Ισραηλινός ηγέτης δεν ήταν ποτέ διατεθειμένος να προσφέρει στους Παλαιστίνιους ένα δικό τους κράτος. Η πρόταση που έκανε ο Εχούντ Μπαράκ το 2000 -δύο ή τρία ξεχωριστά και αποστρατιωτικοποιημέναπαλαιστινιακά καντόνια, με το Ισραήλ να διατηρεί τον πλήρη έλεγχο των συνόρων, του εναέριου χώρου και των υδάτινων πόρων της νέας οντότητας- δεν θα ήταν δυνατόν να την αποδεχτεί κανένας ηγέτη.
Δεν είναι περίεργο που ο πρώην υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ, Σλόμο Μπεν-Αμι, παραδέχτηκε αργότερα, «Αν ήμουν Παλαιστίνιος, θα είχα απορρίψει το Καμπ Ντέιβιντ».
Κόντρα στο Ιράν: Ένα τελευταίο, χαρακτηριστικό παράδειγμα της ισραηλινής στρατηγικής μυωπίας είναι η ένθερμη αντίθεσή του στη διεθνή προσπάθεια διαπραγμάτευσης των ορίων στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Το Κοινό Συνολικό Σχέδιο Δράσης του 2015 θα καθυστερούσε για τουλάχιστον 10 χρόνια τη δημιουργία βόμβας από τους Ιρανούς, αλλά οι Ισραηλινοί ήταν κάθετοι.
Ο Νετανιάχου και σκληροπυρηνικοί υποστηρικτές του, μαζί με το ισραηλινό λόμπι (AIPAC), αντιτάχθηκαν σθεναρά. Έτσι, «σήμερα το Ιράν είναι πιο κοντά στην κατασκευή βόμβας από ποτέ, κάνοντας τον Αμερικανό ακαδημαϊκό να τονίζει πως «είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια πιο κοντόφθαλμη ισραηλινή πολιτική».
Τέσσερις παράγοντες της στρατηγικής μυωπίας του Ισραήλ
Ο Στήβεν Γουόλτ επιχειρώντας να εξηγήσει λοιπόν, τη δραματική μείωση της στρατηγικής οξυδέρκειας του Ισραήλ εντοπίζει τέσσερις παράγοντες:
- Πρώτον, όπως συνόψισε πρόσφατα και η έγκριτη ισραηλινή εφημερίδα Χάαρετζ τις μεσσιανικές απόψεις για την εξωτερική πολιτική, η αυξανόμενη επιρροή της θρησκευτικής δεξιάς είναι καθοριστικό συστατικό της συνταγής για την καταστροφή. «Όταν οποιαδήποτε χώρα αρχίσει να παίρνει στρατηγικές αποφάσεις με βάση τις αποκαλυπτικές προφητείες και την προσδοκία της θεϊκής παρέμβασης, προσέξτε» λέει ο Γουόλτ.
- Δεύτερος, σημαντικός παράγοντας είναι το αίσθημα ύβρεως και ατιμωρησίας που προέρχεται από την προστασία και τον σεβασμό των ΗΠΑ στις επιθυμίες του Ισραήλ. «Εάν η πιο ισχυρή χώρα του κόσμου σας στηρίζει ό,τι κι αν κάνετε, η ανάγκη να σκεφτείτε προσεκτικά τις ενέργειές σας αναπόφευκτα θα μειωθεί» τονίζει ο Γουόλτ. Αυτό, σημειωτέον, μπορεί να ισχύει και για άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα, που επαναπαύεται σε δεσμευτικά σχήματα, όπως η ΕΕ, έναντι της Τουρκίας.
- Τρίτον, ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας βλέπει πως η τάση του Ισραήλ να βλέπει τον εαυτό του αποκλειστικά ως θύμα και να κατηγορεί κάθε αντίθεση στις πολιτικές του στον αντισημιτισμό δεν βοηθά, γιατί δυσκολεύει ηγέτες και λαό του Ισραήλ να αναγνωρίσουν πώς οι δικές τους ενέργειες μπορεί να πυροδοτούν την εχθρότητα που αντιμετωπίζουν.
- Τέταρτον, η διακυβέρνηση του μακροβιότερο ισραηλινού πρωθυπουργού Νετανιάχου -από δεκαετία 1990 έως σήμερα-, είναι ένα άλλο μέρος του προβλήματος, υπογραμμίζει ο καθηγητής. «Ειδικά επειδή οι ενέργειές του καθοδηγούνται σε μεγάλο βαθμό από το προσωπικό του συμφέρον (δηλαδή, την επιθυμία να αποφύγει τη φυλάκιση για διαφθορά), όχι μόνο από τις ανησυχίες για το τι είναι καλύτερο για τη χώρα του».
Όλα αυτά λοιπόν, έχουν σημασία, διότι όπως συνέβη και με τις ΗΠΑ μετά την 11 Σεπτεμβρίου, οι χώρες που δεν σκέφτονται έξυπνα τις στρατηγικές επιλογές τους μπορούν να βλάψουν σημαντικά τον εαυτό τους και τους άλλους, υπενθυμίζει ο Γουόλτ. «Οι ενέργειες του Ισραήλ απειλούν τις δικές του μακροπρόθεσμες προοπτικές, επομένως όποιος θέλει να έχει ένα λαμπρό μέλλον θα πρέπει να ανησυχεί ιδιαίτερα από τη φθίνουσα στρατηγική του κρίση» προειδοποιεί ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
Σχόλια του WBB News
Η ιστορία του Ισραήλ είναι μια περίπλοκη μίξη επιτυχιών και αποτυχιών, προκαλώντας πολλά ερωτήματα σχετικά με την πορεία του. Από τη δημιουργία του κράτους μέχρι τις σημερινές δυσκολίες, το Ισραήλ έχει βιώσει σημαντικές μεταβολές.
Η ανάλυση του Στήβεν Γουόλτ αναδεικνύει τις πολυάριθμες πτυχές που συνέβαλαν στην τρέχουσα κρίση που αντιμετωπίζει το Ισραήλ. Από τη μείωση της στρατηγικής οξυδέρκειας έως την απροθυμία να αλλάξει τις στρατηγικές του επιλογές, οι παράγοντες που επηρεάζουν την πορεία του κράτους είναι πολλοί και ποικίλοι.
Είναι σαφές πως οι αποφάσεις του Ισραήλ στο παρελθόν έχουν διαμορφώσει το σημερινό τοπίο, με τις επιπτώσεις τους να είναι εμφανείς σε πολλούς τομείς. Η ανάλυση αυτή μας υπενθυμίζει τη σημασία της στρατηγικής σκέψης και της σοφίας στις επιλογές που κάνουμε ως χώρα.
Συνολικά, η συζήτηση για το μέλλον του Ισραήλ είναι ευπρόσδεκτη και απαραίτητη, καθώς η χώρα αντιμετωπίζει προκλήσεις που απαιτούν σοφές και στρατηγικές απαντήσεις. Είναι σημαντικό να διατηρούμε μια ανοιχτή συζήτηση και να αναζητούμε λύσεις για ένα βιώσιμο και ειρηνικό μέλλον.