«Μαχαίρι» 100 δισ. ευρώ στις πράσινες επενδύσεις
Βάζοντας «μαχαίρι» στις υπερβολές για μαζικές αγορές νέου οικιακού εξοπλισμού, και επιδοτήσεις εκατομμυρίων για νέα ηλεκτρικά αυτοκίνητα μέχρι το 2030, αλλά με διατήρηση της φρενίτιδας για τους στόχους των ΑΠΕ, προχωρά η ολοκλήρωση του νέου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ)
Κεντρική του ιδέα, ότι ο πράσινος «λογαριασμός», δηλαδή οι επενδύσεις για την ενεργειακή μετάβαση ως το 2030, πρέπει να μειωθεί σε επίπεδα κάτω των 100 δισ. ευρώ, έναντι των 200 δισ. ευρώ, που προέβλεπε το draft, το οποίο είχε σταλεί τον περασμένο Νοέμβριο στις Βρυξέλλες.
Καθόλου τυχαίο πάντως, και δείγμα των νέων τάσεων στην αγορά ενέργειας που κάνουν τις κυβερνήσεις να ξαναγράφουν την ενεργειακή τους εξίσωση, είναι ότι μόλις 4 από τις 27 χώρες της ΕΕ έχουν μέχρι σήμερα υποβάλει αντίστοιχα σχέδια στις Βρυξέλλες.
Σε αυτή τη συγκυρία, και παρ’ ό,τι η ίδια η αγορά των ανανεώσιμων μιλά για την ανάγκη ενός πιο ορθολογικού επανασχεδιασμού του τοπίου, το υπό αναθεώρηση ΕΣΕΚ, που πρόκειται να κατατεθεί προσεχώς στο ΥΠΕΝ και να βγει σε διαβούλευση στα τέλη Ιουλίου, φαίνεται να επιμένει σε εγκατεστημένη ισχύ 23-24 GW από ΑΠΕ για το 2030. Και αυτό, όταν ήδη τα εν λειτουργία έργα (13 GW) μαζί με όσα έχουν όρους σύνδεσης (15 GW), υπερκαλύπτουν τον στόχο, αφού αθροίζουν 28 GW σε μια χώρα όπου η ετήσια ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια κινείται κατά μέσο όρο στα 6 GW, φτάνοντας τα 10 GW μόνο στις αιχμές, δηλαδή για ελάχιστες ώρες το χρόνο.
Στα ερωτήματα αυτά, οι άνθρωποι που επεξεργάζονται το σχέδιο απαντούν με τους νέους, πολύ υψηλότερους στόχους που θέτει το νέο ΕΣΕΚ για το 2030 στην αποθήκευση. Βάζει στόχο τα 4 GW για τις μπαταρίες, έναντι 3,1 GW του προ μηνών draft, δηλαδή μιλά για αύξηση 30%, ενώ ανεβάζει πολύ τον πήχη και στην αντλησιοταμίευση. Στα έργα αυτά, τα σενάρια για το 2030 θα μιλούν για στόχο 2 GW, (από 700 MW το 2022) και για το 2040 κοντά στα 5 GW. Τα νούμερα έχουν υπολογιστεί μετά από προσομειώσεις και σενάρια για ελάχιστα μεγαλύτερη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας από τη σημερινή.
Επομένως, σύμφωνα πάντα με τα μοντέλα και την αριθμητική των συντακτών του ΕΣΕΚ, αθροίζεται μια δύναμη πυρός από μπαταρίες και αντλησιοταμίευση για το 2030, γύρω στα 6 GW, ικανή, όπως λένε οι ίδιες πηγές, να στηρίξει όλη αυτή την τεράστια διείσδυση των ΑΠΕ και την ευστάθεια του συστήματος.
Τα παραπάνω, ωστόσο, δεν απαντούν στο πρόβλημα της παραγωγής ενός μόνιμου πράσινου πλεονάσματος, που καμία αποθήκευση δεν μπορεί να αντιμετωπίσει. Το ερώτημα δεν είναι πόσες παραπάνω μπαταρίες θα βάλουμε, όπως λένε στελέχη της αγοράς των ΑΠΕ, αλλά ότι όσες και να είναι αυτές, απλώς θα ετεροχρονίζουν τη παραγωγή, επουδενί δηλαδή δεν θα λύσουν το πρόβλημα μιας μόνιμης πλέον ηλεκτροπαραγωγικής φούσκας ως προς την τελική ζήτηση. Οπότε το μόνο που θα απομένει σε μια τέτοια περίπτωση θα είναι οι περικοπές της παραγωγής σε συνδυασμό βεβαίως και με τις μηδενικές ή αρνητικές τιμές.
Αυξάνεται η αναλογία υπέρ των αιολικών
Στην ουσία, παρ’ ό,τι το νέο ΕΣΕΚ, κόβει πολλές από τις υπερβολικές δαπάνες του προηγούμενου, το οποίο προέβλεπε μέχρι το 2030, ενεργειακές αναβαθμίσεις σε κτίρια και αγορά νέου οικιακού εξοπλισμού, ύψους 50 δισ. ευρώ και ένα στόλο 460.000 ηλεκτρικών οχημάτων, ύψους 100 δισ. ευρώ, εντούτοις στο όνομα του ταχύτατου εξηλεκτρισμού της χώρας, επιμένει να συντηρεί μαξιμαλιστικούς στόχους.
Στις αλλαγές που φαίνεται ότι προχωρά το κείμενο είναι ότι επιχειρείται να ισορροπήσει το πράσινο ενεργειακό μείγμα, διατηρώντας στα 13 GW τον στόχο για τα φωτοβολταικά και αυξάνοντας μεταξύ 10 και 11 GW τη συμμετοχή των αιολικών (μαζί με το 1,9 GW των θαλάσσιων). Επιδιώκεται δηλαδή ένα μείγμα με πιο σταθερή παραγωγή πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ωρου, κάτι που ζητούν χρόνια τώρα οι φορείς των αιολικών, όπως η ΕΛΕΤΑΕΝ. Μια ανακατανομή της νέας ισχύος ΑΠΕ με στόχο την ομαλότερη διάθεση της πράσινης ενέργειας μέσα στην ημέρα.
Δραστική μείωση ωρών στο φυσικό αέριο
Στο μείζον κεφάλαιο των μονάδων φυσικού αέριου, οι οποίες σε ένα σύστημα γεμάτο από στοχαστικές ΑΠΕ είναι όλο και πιο απαραίτητες για να εξασφαλίζουν ευστάθεια, ενεργειακή ασφάλεια και εφεδρείες, όπως περιέγραφε προ ημερών το νέο τους ρόλο, ο Chief Executive Director στο Energy της Metlen, Γιάννης Καλαφατάς, το ΕΣΕΚ μιλά για συνολική εγκατεστημένη ισχύ το 2030, μαζί με τις νέες επενδύσεις, (ΔΕΗ-ΔΕΠΑ-Κοπελούζου, Motor Oil- ΤΕΡΝΑ), στα επίπεδα των 7,8 GW.
Ακριβώς επειδή θέλουμε να πρασινίσουμε το ενεργειακό μας μείγμα, κάποιοι παλαιοί σταθμοί θα αποσυρθούν, άλλοι θα μπουν σε εφεδρεία και συνολικά η παραγωγή από μονάδες αερίου το 2030 προβλέπεται ότι θα μειωθεί στις 10 TWh το χρόνο (από 16-17 TWh τα τελευταία χρόνια). Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι η ισοδύναμη λειτουργία των μονάδων αερίου θα είναι 1.280 ώρες το χρόνο από περίπου 3.200 ώρες σήμερα. Δηλαδή επίκειται μια γενναία μείωση 60%.
Ακόμη μεγαλύτερη μείωση στις 4-5 TWh, σύμφωνα πάντα με το ΕΣΕΚ, θα δούμε από το 2040 και μετά, κάτι που σημαίνει ότι η ισοδύναμη λειτουργία τους θα είναι γύρω στις 700 ώρες το χρόνο.
Το ερώτημα επομένως που θέτουν οι άνθρωποι του χώρου, είναι κατά πόσο μπορεί να είναι βιώσιμες οι μονάδες, με τόσο λίγες ώρες λειτουργίας, και εφόσον δεν είναι, με ποιο τρόπο θα διασφαλιστεί η ύπαρξή τους. Οταν στο νέο τοπίο είναι απαραίτητες για να καλύπτουν σε καθημερινή βάση τις διακυμάνσεις των ΑΠΕ και σε εποχιακή βάση τις πολύ υψηλές αιχμές ζήτησης.
Επανέρχεται δηλαδή η ανάγκη για ένα capacity market, ειδικά μετά και το πράσινο φως που άναψε πρόσφατα η Κομισιόν στη Γερμανία για τη στήριξη νέων μονάδων φυσικού αερίου, από utilities, όπως η RWE, η EnBW και η Uniper. Οσο για τη συμμετοχή του λιγνίτη μηδενίζεται το 2030, όπως προέβλεπε και το προσχέδιο του Νοεμβρίου.
Υδρογόνο, μόνο πιλοτικά έργα
Στις άλλες τεχνολογίες, ειδικά τις ακριβές, όπως το υδρογόνο, προβλέπεται ότι επειδή ακόμη τα κόστη είναι πολύ μεγάλα, τα έργα που θα επιδοτηθούν έως το 2030 θα είναι μόνο πιλοτικά με μέγιστη συνολική ισχύ τα 300 MW. Επενδύσεις που θα αφορούν εμπορική λειτουργία θα πρέπει να δρομολογηθούν από το 2035 και μετά.
Κρίνοντας πάντως από τα όσα είχε πρόσφατα πει ο ΓΓ Ενέργειας του ΥΠΕΝ Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης, η κυβέρνηση θα κινηθεί πολύ προσεκτικά στο υδρογόνο και το σχήμα στήριξης θα προβλέπει το πολύ 30 εκατ. ευρώ τον χρόνο, νούμερο ικανό για να στηρίξει έργα, ισχύος το πολύ 50 MW.
Συγκράτηση δαπανών
Σε επίπεδο αριθμών, η κεντρική κατεύθυνση από τον υπουργό ΠΕΝ Θ. Σκυλακάκη για το νέο ΕΣΕΚ, είναι να επικρατήσει πραγματισμός, συντηρητική προσέγγιση και τα νούμερα να είναι πιο ρεαλιστικά, έναντι του draft που είχε σταλεί τον Δεκέμβριο στις Βρυξέλλες. Εκείνο προέβλεπε επενδύσεις περί τα 200 δισ. ευρώ μέχρι το 2030 που θα δημιουργούσαν 38.000 θέσεις εργασίας, με έμφαση στο «πρασίνισμα» και τον εξηλεκτρισμό, τόσο του κτιριακού τομέα, όσο και των μεταφορών.
Σε αυτό το ΕΣΕΚ φαίνεται ότι αίρονται οι ακρότητες του προηγούμενου σχεδίου για μαζική αντικατάσταση παλαιών οικιακών συσκευών με νέες, μεγάλες δαπάνες σε αντλίες θερμότητας, δεκάδες χιλιάδες αναβαθμίσεις κατοικιών και κατακόρυφη αύξηση του στόλου στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Εδώ το μοτίβο αλλάζει. Καταρτίζεται ένα πιο ρεαλιστικό πλάνο, με πολιτικές συμβατές με τις αντοχές του προυπολογισμού και των πολιτών και με τις πληροφορίες να μιλούν για ένα συνολικό «λογαριασμό» επενδύσεων μέχρι το 2030, αρκετά κάτω από τα 100 δισ. ευρώ. Εξάλλου το draft είχε συμπεριλάβει και επενδύσεις που ούτως ή άλλως θα γίνονταν έως το 2030, όπως αντικαταστάσεις παλαιών αυτοκινήτων, οικιακού εξοπλισμού και αναβαθμίσεις κτιρίων. Η λογική εδώ είναι ότι το ΕΣΕΚ δεν πρέπει να «φουσκώνει» με περιττές δαπάνες, που το μόνο που πετυχαίνουν είναι να αυξάνουν τον σκεπτικισμό έναντι των πράσινων πολιτικών και να συκοφαντούν τη προσπάθεια μείωσης των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα.
Αυτή τη δεκαετία, η χώρα θα πορευτεί με τα υφιστάμενα κοινοτικά κονδύλια και επειδή μέσα στην επόμενη εξαετία, εκτιμάται ότι θα έχουν μειωθεί αισθητά οι τιμές σε νέες τεχνολογίες (π.χ. αντλίες θερμότητας), ο μεγάλος εξηλεκτρισμός της χώρας παραπέμπεται για την επόμενη δεκαετία, 2030 – 2040, όταν θα έχουν πέσει τα κόστη.
Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ),περικοπή δαπανών 100 δισ.,το νέο σχέδιο